Στο
Πάσχα του καλοκαιριού, στην εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου,
μία από τις λεπτομέρειες που προκαλούν εντύπωση σε όποιον διαβάζει το
συναξάρι, είναι το γεγονός ότι οι Απόστολοι, «οι κοσμικώς διεσπαρμένοι, ομόχοροι παρέστησαν τω αχράντω σώματι»
της Παναγίας (Δοξαστικό των Στιχηρών των Αίνων της εορτής). « Αυτοί που
βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, συγκεντρώθηκαν γύρω από το
άχραντο σώμα της Παναγίας και σχημάτισαν έναν χορό και όλοι μαζί
ύμνησαν την κοίμησή της».
Ο
υμνογράφος περιγράφει κάτι που συμβαίνει στον θάνατο κάθε ανθρώπου.
Γύρω από το σκήνωμά του μαζεύονται οι οικείοι του και τον πενθούν, τον
συντροφεύουν στην τελευταία του κατοικία, θυμούνται τα όσα έπραξε,
κυρίως τα καλά, μοιράζονται τον πόνο για την έξοδό του από την ζωή. Το
ίδιο έγινε και με την Υπεραγία Θεοτόκο. Μόνο που εδώ γύρω της
συγκεντρώθηκαν όχι μόνο οι κατά σάρκα συγγενείς της, αλλά «Απόστολοι εκ
περάτων». Γύρω δηλαδή από το πρόσωπό της συγκεντρώθηκαν οι κατά πνεύμα
συγγενείς της, οι συγγενείς της στην πίστη, οι οικείοι του Υιού και Θεού
της, για να την συντροφέψουν κατά την έξοδό της, να θυμηθούν τα όσα
μοναδικά προσέφερε στον κόσμο και στους ανθρώπους, αλλά και να δείξουν
την αγάπη της Εκκλησίας στην Θεομήτορα.
Αυτό
είναι η Παναγία για τον κόσμο. Ένας άνθρωπος κατά πάντα όπως εμείς. Μία
γυναίκα που έγινε Μάνα. Ένα πρόσωπο αγαπημένο για όσους την γνώρισαν,
αλλά και μία μοναδική ηρωίδα, η οποία ξεπέρασε τα μέτρα του κόσμου και
του κάθε ανθρώπου, για να ανοιχτεί σε όλον τον κόσμο και σε όλους τους
ανθρώπους. Έζησε την κλειστή αγάπη της μάνας προς το παιδί, αλλά και την
ανοιχτή αγάπη της μάνας που έχει παιδιά της όλους τους ανθρώπους,
παντός καιρού και χρόνου. Την κλειστή αγάπη που βγαίνει από την
γυναικεία φύση προς αυτό που πηγάζει από τα σπλάχνα της, το παιδί της,
αλλά και τη ανοιχτή αγάπη της γυναίκας που γεννά «άνευ ανδρός τετοκυία»,
χωρίς δηλαδή να δοθεί σε έναν άνδρα, όπως η ανθρώπινη φύση απαιτεί. Την
κλειστή αγάπη που θέλει την μάνα να ζητά το καλό του παιδιού της και να
κάνει ό,τι μπορεί ώστε να είναι ευτυχισμένο, να είναι δοξασμένο κατά τα
χαρίσματά του, αλλά και την ανοιχτή αγάπη της μάνας που κατανοεί και
συμπορεύεται στην απόφαση του παιδιού της να αγωνιστεί και να θυσιαστεί
για όλο τον κόσμο, μέχρι τον σταυρό και τον θάνατο. Την κλειστή αγάπη
που λέει « Υιέ και Θεέ μου» και την ανοιχτή αγάπη που σιωπά στο μυστήριο
ο Υιός και Θεός «της» να μην της ανήκει, αλλά να παύει να είναι Υιός
και να γίνεται ο Θεός όλων των ανθρώπων. Η κλειστή αγάπη στο πρόσωπο της
Παναγίας μετατρέπεται σε ανοιχτή και έτσι η Παναγία από φυσικό πρόσωπο
γίνεται η πρωτοστάτρια του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής, αυτού που
παλεύει, μεσιτεύει, προσφέρεται για τον έσχατο άνθρωπο.
Γι’ αυτό
και κοντά της βρίσκονται οι Απόστολοι του Υιού της, οι οποίοι διά
νεφελών έρχονται από όλα τα μέρη της γης, όπου κηρύττουν το Ευαγγέλιο,
για να δηλώσουν αυτή την αναγνώριση του εκκλησιαστικού τρόπου. Οι
Απόστολοι βιώνουν αυτόν τον τρόπο της ανοιχτής αγάπης. Έχουν την
καταγωγή τους, τον χαρακτήρα τους, την προσωπική τους ταυτότητα, τα
χαρίσματά τους, κανένας δεν είναι ίδιος με τον άλλο. Ταυτόχρονα
κηρύττουν τον ίδιο Χριστό. Συμφωνούν στην αλήθεια του Θεανθρωπίνου
Προσώπου του Κυρίου, αλλά και στις αλήθειες της εκκλησιαστικής ζωής. Την
ίδια Βασιλεία των Ουρανών κηρύττουν απανταχού της γης. Αγαπούνε όλους
τους ανθρώπους ως παιδιά τους κατά πνεύμα και κατά πίστιν, ακόμη και
τους διώκτες τους. Και θυσιάζουν την ζωή τους, την φύση δηλαδή που ζητά
την επιβίωση με κάθε κόστος, χάριν της αγάπης προς τον Θεό, χάριν δηλαδή
του εκκλησιαστικού τρόπου της όντως ζωής.
Ο
τρόπος που σκεφτόμαστε και ζούμε την αγάπη στους καιρούς μας ξεκινά και
συνήθως μένει στην φύση. Ζούμε την κλειστή αγάπη της σχέσης γονέων και
παιδιών, άνδρα και γυναίκας, φίλου προς φίλους, ομοδόξων προς ομοδόξους,
συμπατριώτου προς συμπατριώτες, αλλά δεν περνά από τον νου μας και από
την στόχευσή μας ότι αυτή η κλειστή αγάπη, αν δεν ανοιχτεί προς όλο τον
κόσμο θα παραμείνει ανολοκλήρωτη. Θέλουμε την Παναγία να είναι «μητέρα
μας», αλλά δυσκολευόμαστε να την δούμε ως μητέρα όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό
και δεν μας είναι εύκολο να προσευχηθούμε για τον κάθε άνθρωπο, κυρίως
για τους εχθρούς μας, να βοηθήσουμε κάθε άνθρωπο, ακόμη και αυτούς που
δεν μας ενώνει το «συνανήκειν» σε φυλή, γλώσσα, πίστη, πολιτισμό, να
προσφερθούμε ώστε ακόμη και όσοι αμφιβάλλουν, απορρίπτουν, αδιαφορούν να
ακούσουν, να ζήσουν, να γευτούν τον Χριστό.
Η
εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η συνάθροιση των Αποστόλων είναι
μία ευκαιρία να σπουδάσουμε ποια πραγματικά είναι η Παναγία της
Εκκλησίας για την ανθρωπότητα και να παλέψουμε ο προσανατολισμός μας να
πάψει να είναι περιορισμένος στα όρια της φύσης, στα όρια της
κλειστότητας, στα όρια του «δικού μας». Να γίνει δηλαδή άνοιγμα στην Εκκλησία και στον τρόπο της. Αγάπη ανοιχτή που ζητά πάντας σωθήναι.
Χρόνια πολλά κι ευλογημένα!