Πρωτότυπο Κείμενο
Εἶπεν
ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ
βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δὲ
αὐτοῦ συναίρειν, προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μὴ
ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι, ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα, καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ, λέγων· Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ
καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου,
ἀπέλυσεν αὐτὸν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος,
εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὄφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ
κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· Ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. Πεσὼν οὖν ὁ
σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, παρεκάλει αὐτὸν, λέγων·
Μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ, καὶ ἀποδώσω σοι. Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν,
ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ
σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα, ἐλυπήθησαν σφόδρα· καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν
τῷ κυρίῳ αὐτῶν πάντα τὰ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος
αὐτοῦ, λέγει αὐτῷ· Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι,
ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ
ἐγώ σε ἠλέησα;Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ, παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς
βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ
ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν
καρδιῶν ὑμῶν, τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε
ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα
βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του.» Μόλις
άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που όφειλε δέκα
χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσε να τα επιστρέψει, ο κύριος του
διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα τα
υπάρχοντά του και να του δώσουν το ποσό απο την πώληση. Ο δούλος τότε
έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: «δείξε μου μακροθυμία και
θα σου τα δώσω ολα τα χρέη μου πίσω». Τον λυπήθηκε λοιπόν ο κυρίος του
εκείνον τον δούλο και τον άφησε να φύγει˙ του χάρισε μάλιστα και το
χρέος. Βγαίνοντας εξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν απο τους συνδούλους
του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια˙ τον έπιασε και τον έσφιγγε να
τον πνίξει λέγοντάς του: «ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς». Ο σύνδουλός
του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε: «δείξε μου
μακροθυμία, και θα σου τα ξεπληρώσω». Εκείνος όμως δεν δεχόταν, αλλά
πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει οτι του χρωστούσε.
Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και
διηγήθηκαν στον κύριο τους ολα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και
του λέει:«κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με
παρακάλεσες˙ δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι
εγω σπλαχνίστηκα εσένα;». Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές,
ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. «Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο
ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δεν συγχωρεί τα παραπτώματα του
αδελφού του μ’ όλη του την καρδιά».