Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Η ΕΜΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΑΝΑΚΡΙΝΟΥΣΙΝ


Οι άνθρωποι στις καθημερινές μας σχέσεις διαμορφώνουμε άποψη ο ένας για τον άλλο, για τους χαρακτήρες μας, για το τι ζητούμε και τι περιμένουμε αναμεταξύ μας. Οι απαιτήσεις οδηγούν στα παράπονα. Και τα παράπονα γεννούν την ανάγκη για εξηγήσεις. Για απολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν έχουμε παράπονα από τους άλλους αυτό πηγάζει είτε από το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνονται στην αγάπη μας με τον τρόπο που εμείς θέλουμε είτε από το ότι ο χαρακτήρας μας είναι ιδιότροπος είτε από τις απόψεις μας που δεν συνοδοιπορούν με τις δικές τους είτε επειδή όντως εκείνοι είναι προβληματικοί στην συμπεριφορά και στον χαρακτήρα. Η απολογία αντιμετωπίζεται καλοπροαίρετα ή με προκατάληψη. Βοηθά στην απόδοση δικαιοσύνης ή επικυρώνει την ήδη διαμορφωμένη άποψη ή λειτουργεί στην λογική του “ου με πείσεις καν με πείσεις”. Πάντως είναι απαραίτητη. Κανέναν δεν μπορείς να καταδικάσεις ή να δικαιώσεις αν δεν ακούσεις την άποψή του.
Κρίσεις στις σχέσεις των χριστιανών υπήρχαν από την πρώτη Εκκλησία. Ακόμη και οι απόστολοι, οι ιδρυτές των κατά τόπους Εκκλησιών, αντιμετώπιζαν την αμφισβήτηση από ομάδες χριστιανών ή συγκεκριμένα πρόσωπα. Οι απόστολοι ένιωθαν την ανάγκη να απολογηθούν. Δεν περιφρονούσαν κανέναν. Έδιναν τις απαντήσεις που χρειάζονταν. Δεν έμεναν όμως σε μία συνεχή απολογητική διάθεση. Δεν είχαν σκοπό να πείσουν εκβιαστικά με την επιχειρηματολογία τους. Η απολογία τους ήταν καρπός αγάπης. Δεν ήθελαν οι χριστιανοί να σκανδαλίζονται χωρίς να ακούνε και την δική τους γραμμή. Μπορεί οι απόστολοι να ήταν οι αυθεντίες της κάθε κοινότητας. Δεν είχαν όμως το πνεύμα της απολυταρχίας, ότι δεν έδιναν λόγο σε κανέναν. Με αγάπη, με φώτιση, με διάκριση πάλευαν η αλήθεια να ακουστεί. Παρέμεναν όμως ανυποχώρητοι σ᾽ αυτήν. Και προσπαθούσαν  να μην χρησιμοποιούν την εξουσία που η ιεραρχία της κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας με σεβασμό τους αναγνώριζε, αλλά να πορεύονται με τον κόπο της αγάπης.
“Η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί” (Α᾽  Κορ. 9, 3), λέει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, όταν πληροφορείται ότι οι εκεί πιστοί αμφισβητούν το δικαίωμά του να συντηρείται από την κοινότητα και μάλιστα να έχει άνεση. “Να πώς απολογούμαι σ᾽ αυτούς που με αμφισβητούν”.  Ο Παύλος μιλά με επιχειρηματολογία. Ξεκάθαρα. Δεν αφήνει αναπάντητη καμία αιχμή. Δείχνει όμως ότι έχει αποφασίσει να μην αξιοποιήσει τα προνόμια που του δίδονται, να υποστεί στερήσεις, για να μην δημιουργήσει κανένα εμπόδιο στην διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού. Δεν θέλει τα δικά του δικαιώματα να γίνουν αφορμή σκανδαλισμού. Δεν αφήνει όμως και περιθώριο αμφισβήτησής τους. Είναι απόστολος. Είναι ηγέτης. Είναι αυθεντία. Όμως δεν στηρίζεται στην εξουσία και σε ό,τι απορρέει από αυτήν, αλλά στην αγάπη, η οποία ξέρει να μην ζητά τα εαυτής.
Δύο προβληματισμοί αναφύονται από την απολογία του Παύλου. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γιατί οι άνθρωποι που ανήκουμε σε μία κοινότητα ή έχουμε σχέση, είτε προσωπική, είτε οικογενειακή, είτε επαγγελματική είτε κοινωνική, αμφισβητούμε αυτούς που εκφράζονται και ζούνε μία αυθεντική αγάπη προς εμάς;  Δεν μιλούμε για όσους εξουσιάζουν την ζωή μας, διότι αυτοί είτε έχουν εκλεγεί προς αυτό και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καθαιρεθούν, άρα δεν είναι μόνιμη η εξουσία τους, όπως επίσης και δεν είναι απαραίτητο να τους έχουμε επιλέξει εμείς ή να το κάναμε από αγάπη. Μιλούμε για εκείνους που είτε η Εκκλησία είτε εμείς οι ίδιοι διαλέξαμε για αρχηγούς μας γιατί τους εμπιστευθήκαμε. Η αμφισβήτηση πηγάζει από τον φθόνο. Πηγάζει από το αταπείνωτο φρόνημα. Από το αίσθημα ότι δεν μπορεί να γνωρίζουν περισσότερα από εμάς. Πηγάζει από ένα θέλημα ισχυρό, το οποίο ταλαιπωρεί την ύπαρξή μας και δεν μας αφήνει να αναγνωρίσουμε ελεύθερα την αξία και τον ρόλο του άλλου. Ένας εγωκεντρισμός και ένας πειρασμός να κρίνουμε, να κατακρίνουμε, να ανακαλύψουμε, να μεγεθύνουμε στοιχεία της ζωής και της αποστολής του άλλου, προκειμένου να δοξάσουμε τον εαυτό μας. Διότι αυτός είναι ο τελικός σκοπός. Να αυτοδοξαστούμε είτε θεωρώντας πως εμείς αξίζουμε περισσότερο είτε να δοξάσουμε αυτόν ή αυτούς που κατά την γνώμη μας θα ήταν καλύτεροι και επομένως κοντά στους δικούς μας, να δοξαστούμε κι εμείς. Έτσι όμως γεννιούνται τα σχίσματα και οι διχασμοί.
Αυτό δεν συνεπάγεται την απόρριψη οιασδήποτε κριτικής, όταν αυτή γίνεται καλοπροαίρετα και με αγάπη. Ουδείς αλάνθαστος. Ουδείς αναμάρτητος. Είναι άλλο όμως να επιζητούμε την αλήθεια και άλλο την αυτοδικαίωση. Άλλο να θέλουμε η κοινότητα ή η σχέση να προχωρήσει καλύτερα, με την δική μας πρώτα αυτοκριτική και με την υπόδειξη εν αγάπη των δυσκολιών της ζωής και της συμπεριφοράς των άλλων και άλλο να θέλουμε να τους μειώσουμε ή να τους απορρίψουμε, για να κερδίσουμε την εξουσία. Το πρώτο είναι ευλογημένο και συμβάλλει στην καλλιέργεια της ποιότητας και στην σχέση και στην ομάδα. Το δεύτερο οδηγεί σε ρήξη, ανταγωνισμό, κακία, παιχνίδια εξουσίας που αφήνουν πικρή γεύση πίσω τους, διότι αργότερα θα συμβεί το ίδιο και σε μας. 
Ο δεύτερος προβληματισμός έχει να κάνει με το μέχρι πού παραιτείται κάποιος από τα δικαιώματά του χάριν των άλλων, χάριν της αγάπης. Πόσο απόλυτη μπορεί να είναι αυτή η αγάπη; 
Ίσως δύο σπουδαία κριτήρια να είναι η παιδαγωγία και η διάκριση. Αν η παραίτηση οδηγεί τους ανθρώπους σε μίμηση και τους παραδειγματίζει, παιδαγωγώντας τους, τότε είναι ευλογία. Αν η παραίτηση όμως γεννά χάος, τότε δεν είναι η καλύτερη επιλογή. Γι’ αυτό χρειάζεται διάκριση. Το μόνο που δεν χρειάζεται είναι η απουσία απολογίας. Ο αυταρχισμός. Το να μην διαλεγόμαστε. Το να μην εξηγούμε. Η περιφρόνηση του λογισμού του άλλου δεν είναι επίδειξη ορθότητας, αλλά απουσία έγνοιας γι’ αυτόν. Ο απόστολος Παύλος νοιάζεται και για τον τελευταίο άνθρωπο και εξηγεί και στον τελευταίο τι είναι αληθινό και τι όχι. Γι’ αυτό και είναι πατέρας και μάλιστα διακριτικός και αγαπητικός.
Ο Παύλος μας δείχνει και κάτι τελευταίο. Ότι ο ηγέτης δεν πρέπει να αγκιστρώνεται ούτε στην εξουσία και τα προνόμιά της ούτε καν στο δικαίωμα να είναι πρώτος. Ο ηγέτης στερείται για να δώσει το παράδειγμα. Εργάζεται όπως οι άλλοι. Και ακόμη κι αν κάνει χρήση κάποιων δικαιωμάτων, δεν το απαιτεί. Δείχνει την τάξη. Δείχνει την αλήθεια. Αφήνει όμως να καταλάβουν όλοι ποιο είναι το σημαντικό. Στην περίπτωση του αποστόλου είναι το Ευαγγέλιο και όχι το δικό του εγώ. Στην δική μας ζωή το σημαντικότερο είναι να φυλαχθεί η αγάπη. Όχι εις βάρος της αλήθειας, γι’ αυτό και χρειάζεται να εξηγούμε. Όχι με έπαρση, απαίτηση, εξουσιαστικότητα, αλλά με την ταπεινοσύνη που αναπαύει τελικά και πείθει τους πολλούς σε Ποιον Θεό πιστεύουμε.