Ένας περιοδεύων λυγμός είναι η Ανάσταση, ένας λυγμός που στις δώδεκα παρά κάτι -εκεί στο σκότος, πριν το «δεύτε λάβετε φώς»- ελευθερώνεται σε κλάμα βαθύ, σεβαστικό (γι’ αυτό και σιωπηλό) και ουσιαστικό.
Κλαις -επιτέλους- δάκρυα κρατημένα καιρό, μπουρίνι που σε παίδευε χειμώνα ολόκληρο, κλαις απελευθέρωση παλιών Μεγαλοβδόμαδων-απολύτρωση και στα βρεγμένα σου μάγουλα ανασταίνονται χρώματα κόκκινα, αυγών του εθίμου και μέσα σου -στη θέση του λυγμού- υψώνεται το «Χριστός Ανέστη» πιο δυνατά κι από κείνο του παπά και των ψαλτάδων.
Φώτα, θριαμβευτικά άμφια, άνθρωποι, δαφνόφυλλα, φιλιά,
Παπαδιαμάντια παιδιά επιδεικνύοντα τα στολίδια των λαμπάδων τους και
εντός σου το απερίγραπτο.
Στο τέμπλο η άρρητη χαρά των ταπεινών αγιογραφημένων και εκείνη η λάμψη του νικητή Χριστού.
«Χριστός Ανέστη» γαλήνιο χαμόγελο για την αναπαυμένη Παναγιά, με
τους πρόσφατους καημούς του Υικού Σταυρού, κρυμμένους -πια- εκεί που
κομποδένει τους πόνους των ανθρώπων.
«Χριστός Ανεστη» όλη η ζωή μας σε δυο λέξεις. Και θα είναι πάντα έτσι.
«Χριστός Ανέστη»