Παραχώρησε κάποτε ο Θεός να δοκιμασθή σκληρά ένας αδελφός στην Σκήτη, γιά να ωφεληθούν οι άλλοι από την υπομονή του.
Χωρίς δική του υπαιτιότητα, τον περιφρόνησαν όλοι οι άλλοι αδελφοί. Τον απέφευγαν. Δεν ήθελαν ούτε να τον χαιρετήσουν. Αν ζητούσε καμμιά φορά ψωμί ή τίποτε άλλο, απολύτως αναγκαίο, δεν ευρισκόταν κανείς να του δώσει. Την Κυριακή δεν τον εφώναζαν ποτέ να φάγει με τους άλλους αδελφούς στην προσφερόμενη «αγάπη».
Μιά φορά εγύρισε κατάκοπος στο κελλί του και δεν ευρήκε ούτε ένα ξεροκόμματο να ήξεγελάσει την πείνα του. Ούτε λίγο νερό να δροσίσει τα φλογισμένα χείλη του. Κανένας από τους γείτονές του δεν τον ελυπήθηκε, γιά να τον ανακουφίσει. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν εμικροψύχισε, ούτε αγανάκτησε εναντίον των άλλων, ούτε τους εκατηγόρησε γιά μισαδελφία. Υπέφερε με γενναιότητα την δοκιμασία του, λέγοντας στον εαυτό του ότι, γιά τις αμαρτίες του, ήταν άξιος γιά χειρότερα…
Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, τον απάλλαξε απ’ αυτόν τον πειρασμό. Κάποιο βράδυ, εκτύπησε την πόρτα του κελλιού του ένας ξένος, περαστικός από την Σκήτη, και του άφησε ένα φορτίο με άρτους και άλλα φαγώσιμα, που είχε στην καμήλα του. Προτού προφθάσει ο αδελφός να τον ευχαριστήσει, εκείνος εξαφανίσθηκε. Ο μοναχός, τότε, άρχισε να κλαίει και να λέει στην προσευχή του:
«Κύριέ μου, δεν ήμουν άξιος να θλίβομαι λίγο γιά την αγάπη Σου… Γι’ αυτό μου πήρες την δοκιμασία…»!!
Και πράγματι, έκτοτε, έπαψαν να του συμπεριφέρονται με σκληρότητα οι αδελφοί.