Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο· “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”».
Είναι συγκλονιστική η σκηνή της συνάντησης των Μυροφόρων γυναικών με τον άγγελο στο κενό μνήμα. Τρεις γυναίκες, κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο, πηγαίνουν πολύ πρωί στον τάφο του Ιησού, έχοντας αγοράσει αρώματα, για να αλείψουν το νεκρό σώμα Του. Κίνηση που υπερβαίνει κάθε λογική. Από την μία ο νεκρός που βρίσκεται στον τάφο, κάτι που σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποκυλίσουν την πέτρα που σφράγιζε την είσοδο του μνήματος, υπόθεση αδύνατη για τη σωματική τους δύναμη. Όμως ήλπιζαν ότι όλο και κάποιος θα βρίσκονταν στην περιοχή έξω από τα Ιεροσόλυμα, πηγαίνοντας ίσως στον αγρό του και θα τους βοηθούσε. Από την άλλη, οι στρατιώτες που φυλούσαν σκοπιά στον τάφο. Θα τις επέτρεπαν άραγε να εισέλθουν; Υπόθεση κι αυτή αδύνατη, καθότι δεν ήταν πρόσωπα που είχαν εξουσία και ήταν και γυναίκες, αμελητέα ποσότητα για τα δεδομένα της εποχής. Μάλλον το γέλιο θα προκαλούσαν. Ήταν όμως κι ένα τρίτο στοιχείο, το οποίο υπερέβαινε, έτσι κι αλλιώς, τη λογική. Να αλείψουν έναν νεκρό, για ποιον λόγο; Για να καθυστερήσεις την αποσύνθεση; Για να την καλύψεις με τα μύρα; Για να τον τιμήσεις; Θα παραμέριζαν τα εντάφια σπάργανα; Θα έριχναν τα αρώματα από πάνω;
Οι ορθολογιστές κάθε εποχής, ιδίως των καιρών μας, θα έλεγαν ότι οι μυροφόρες είχαν αρνηθεί ψυχολογικά το γεγονός του θανάτου. Βρίσκονταν σε κατάσταση πένθους. Στην πραγματικότητα, ήθελαν να πειστούν ότι ο Διδάσκαλός τους ήταν νεκρός, αλλά μέσα τους δεν το είχαν αποδεχτεί. Από την άλλη, ακόμη κι αν δεν ίσχυε αυτό, κάνουν ό,τι γίνεται συνήθως με όσους αγαπάνε πολύ ένα πρόσωπο που φεύγει. Πηγαίνουν στον τάφο του για να κλάψουν, για να αισθανθούνε βλέποντας το μνήμα ότι ο άνθρωπός τους μπορεί να έφυγε ψυχικά, αλλά είναι ακόμα εκεί. Και να του μιλήσουν. Να του πούνε τον καημό τους. Να του δείξουν την αγάπη τους. Συναισθηματική παρηγοριά και εκτόνωση, έως ότου έρθει ο καιρός που το γεγονός του θανάτου, το οποίο μοιάζει πάντοτε απίστευτο, γίνει αποδεκτό από όσους αισθάνονται οικείοι με τον κεκοιμημένο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη ερμηνεία, που ξεκινά, αλλά υπερβαίνει αυτά τα δεδομένα. Είναι ο λόγος της αγάπης που γίνεται ελπίδα. Οι μυροφόρες αγαπούσαν πολύ τον Χριστό και ήξεραν τη διδαχή της Ανάστασης. Μέσα τους μια κρυφή ελπίδα τις έσπρωχνε, λίαν πρωί, να πάνε στον τάφο. Ήταν το γεγονός ότι στην καρδιά τους είχαν πίστη, εμπιστοσύνη δηλαδή στον Κύριο. Και ένιωθαν ότι αυτές θα έκαναν το χρέος προς έναν κεκοιμημένο, αλλά, κατά βάθος, πίστευαν ότι μπορεί και να είχε αναστηθεί. Και η πίστη τους δικαιώνεται.
Ο Άγγελος, τον οποίο συναντούν στο κενό μνημείο, τις υποδέχεται με την επιβεβαίωση ότι η αγάπη τους δεν είναι προς έναν κεκοιμημένο, αλλά προς τον εγηγερμένο εκ νεκρών. Προς τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή μας από τον θάνατο. Ότι δεν πίστευαν σε έναν άνθρωπο που συνάρπασε με τον λόγο και το παράδειγμά του τον κόσμο και πλήρωσε το τίμημα να μην είναι ευχάριστος στην κάθε εξουσία, αλλά πίστευαν στον Θεάνθρωπο Κύριο, ο Οποίος ήρθε για να πεθάνει και να αναστηθεί, για να μας δείξει ότι τελικά δεν είναι ο θάνατος ο κυβερνήτης του κόσμου και της ζωής, αλλά ο Χριστός και η Ανάσταση. Και ότι η αγάπη τελικά μάς κάνει μάρτυρες της Ανάστασης, όπως οι μυροφόρες γυναίκες έζησαν το μεγάλο γεγονός. Αποκεκυλισμένος ο λίθος. Άφαντοι οι στρατιώτες. Τα εντάφια σπάργανα και το σουδάριο, η πετσέτα με την οποία οι Ιουδαίοι κάλυπταν την κεφαλή, δεν είχαν σώμα μέσα. Το θαύμα ανεξήγητο για τους ορθολογιστές. Δωρεά όμως για όσους και όσες αγαπάνε τον Χριστό, όχι μόνο τότε, αλλά για πάντα.
Ο άγγελος θα προτρέψει τις μυροφόρες να πούνε στους μαθητές του Χριστού και στον Πέτρο, ο οποίος είχε προδώσει τον Κύριο, αρνούμενός Τον τρεις φορές, ότι τους περιμένει στη Γαλιλαία, όπως τους είχε προείπει. Σ’ αυτή τη Γαλιλαία του κόσμου περιμένει κι εμάς ο Αναστάς Χριστός. Στη Γαλιλαία των εθνών και των λαών. Στη Γαλιλαία των αμαρτωλών. Στη Γαλιλαία εκείνων που αναζητούν την αλήθεια. Στη Γαλιλαία των οικείων και των ξένων. Στη Γαλιλαία των ειδωλολατρών, αλλά και των λίγων που διψούνε για αλήθεια. Στη Γαλιλαία του τότε και κάθε εποχής. Στη Γαλιλαία που αγκαλιάζει η Εκκλησία του Χριστού μας. Στα πρόσωπα των ανθρώπων συναντούμε τον Αναστάντα Χριστό. Στις δομές του κόσμου καλούμαστε να μπολιάσουμε τη ζωή με την αγάπη που Εκείνος μάς έμαθε και μας μαθαίνει. Να κάνουμε ένα μικρό ή μεγάλο ταξίδι από τα Ιεροσόλυμα του ορθολογισμού και της ατομοκεντρικής διαχείρισης της ζωής με βάση το πού πορεύεται ο κόσμος και ο πολιτισμός και να πάμε με τα βήματά μας εκεί που κληθήκαμε να παλέψουμε. Και οι μαθητές ξεκίνησαν τη σχέση τους με τον Χριστό στη Γαλιλαία. Εκεί κλήθηκαν από τον Κύριο. Και από κει θα δώσουν την μεγάλη μαρτυρία, αφού Τον αποχαιρετίσουν. Θα μιλήσουν και θα δείξουν την Ανάσταση, όχι βολεμένοι, αλλά αναζητώντας τον κάθε άνθρωπο που διψά για την Αλήθεια.
Εκεί, στη Γαλιλαία του κόσμου βλέπουμε τον Χριστό και σήμερα. Μπορεί αυτή η Γαλιλαία να είναι το σπίτι μας. Να είναι η εργασία μας. Να είναι ο κόσμος μας. Να είναι η ζωή, κοντά ή μακριά. Ας βγούμε από τις ορθολογιστικές μας βεβαιότητες όπως οι μυροφόρες και ας πάμε, χωρίς να ξεχνάμε ότι πρώτα πρέπει να περάσουμε από τον τάφο της εξόδου από το εγώ, που υπερβαίνει κάθε λογική, αλλά συντάσσεται μόνο με την αγάπη. Και ο Χριστός θα μας πει το «Χαίρετε», όπως στις μυροφόρες λίγο αργότερα, για να ζήσουμε στην Εκκλησία τη χαρά της παρουσίας Του στο διηνεκές. Η απόφαση είναι δική μας και ανανεώνεται κάθε στιγμή!
Χριστός Ανέστη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός