π. Συμεών Κραγιόπουλος
Δεν κάνουμε καλά, νομίζω, που, ενώ είμαστε χριστιανοί, δεν εμπνεόμαστε από τους αγίους.
Οι άγιοι είχαν βαπτιστεί και εκείνοι, όπως βαπτιστήκαμε και εμείς, και ζούσαν μέσα στην Εκκλησία, μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά κατά τρόπο αληθινό είχαν τον Χριστό. Δηλαδή το βάπτισμα, το χρίσμα, η θεία Λειτουργία επενεργούσαν μέσα τους, και στην προκειμένη περίπτωση στην αγία Βαρβάρα. Μια κόρη, ας πούμε, εύθραυστη, και όμως γίνεται τόσο γενναία και αντέχει όλα αυτά τα μαρτύρια, και την αξιώνει ο Θεός τελικά, αφού σφαγιάστηκε από τον ίδιο τον πατέρα της, να κληρονομήσει την αιώνια βασιλεία.
Δεν κάνουμε καλά, λοιπόν, που γενικότερα τους τιμούμε βέβαια τους αγίους, αλλά σαν να τους βάζουμε μακριά από μας, σαν να είναι ξένοι προς εμάς. Καλοί είναι, για να τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν σε ό,τι θέλουμε, αλλά σαν να μη θέλουμε να τους πλησιάσουμε, σαν να μη θέλουμε να μυηθούμε στην αγία ζωή τους, στο πνεύμα τους, στο πνεύμα αυτό του μαρτυρίου, και να ζήσουμε τον υπόλοιπο βίο έχοντας μέσα μας αυτή τη δύναμη που δίνει ο Θεός στους αγίους του.
Και τις εικόνες σαν να τις κρατάμε μακριά, αλλά και όταν διαβάζουμε ή ακούμε, όπως τώρα, τα τροπάρια – και λέγονται τόσα για τους αγίους – μας φαίνονται υπερβολικά, απίστευτα· μας φαίνεται ότι δεν μπορεί να έχουν γίνει όλα αυτά, είτε εδώ στην αγία Βαρβάρα είτε σε άλλους αγίους. Και κάνουμε κακό στον εαυτό μας.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να συνεννοηθούμε λίγο καλύτερα. Στα χρόνια των διωγμών έδινε ο Θεός στους χριστιανούς και αυτό το χάρισμα, να ποθούν να μαρτυρήσουν: να πονέσουν, να ματώσουν, να χύσουν το αίμα τους, να σφαγούν. Αυτά είναι αλήθειες. Δεν πρέπει εμείς λίγο να διερωτηθούμε τι γίνεται με εμάς; Αν επιτρέπεται να πούμε, δεν τολμάει ο Θεός να αφήσει να περάσουμε κάποια δυσκολία, και αμέσως αρχίζουμε να παραπονούμαστε: δεν αντέχουμε, δεν μπορούμε, τι θα κάνουμε…
Και πώς, αν επιτρέπεται να πω έτσι, να μας δοκιμάσει ο Θεός, όταν με το να αφήσει να σηκώσουμε, να αντιμετωπίσουμε, να βαστάσουμε κάποια πράγματα που δεν τα περιμένουμε – το μαρτύριο είναι μαρτύριο· έστω και το μαρτύριο της συνειδήσεως – αμέσως πελαγώνουμε. Ο σημερινός χριστιανός πελαγώνει και αρχίζει: «Έχω τούτο, έχω εκείνο, έχω το άλλο… Τι θα κάνω;» Δεν μπορεί να εξοικειωθεί με τη σκέψη ότι μπορεί να περάσει κάτι σαν μαρτύριο. Τι είναι αυτά που περνούμε; Δεν είναι τίποτε μπροστά στα μαρτύρια των αγίων. Οι άγιοι – και η αγία Βαρβάρα και όλοι οι άγιοι – επιθυμούσαν να έρθουν έτσι τα πράγματα, που να μαρτυρήσουν.
Γι’ αυτό πάλι θα πω: Μήπως τελικά το θέμα δεν είναι απλώς ότι τότε ήταν άλλοι καιροί, και τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα. Μήπως δεν είναι αυτό, αλλά ότι χάσαμε το αληθινό πνεύμα του Χριστού, χάσαμε τον Χριστό δηλαδή, και έτσι φυτοζωούμε πνευματικά. Και όπως λέει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστού παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε» (Α’ Πέτρ. 4:1). Αφού ο Χριστός πέθανε για μας ως άνθρωπος, πρέπει και εσείς να οπλισθείτε με το ίδιο φρόνημα. Εμπρός, αρχίστε έτσι. Έτσι όπως σκεπτόταν ο Χριστός να σκέπτεστε, έτσι όπως ενεργούσε ο Χριστός να ενεργείτε. Και εσείς το ίδιο φρόνημα να έχετε και να ξεκινήσετε αυτή τη ζωή.
Δηλαδή δεν μας ξέχασε εμάς ο Θεός. Το έχουμε πει και άλλη φορά. Όλα αυτά που παθαίνουμε, αν τα πάρουμε σωστά, μας αγιάζουν. Ενώ τόσες επιστήμες, τόσους γιατρούς έχουμε, αλλά και σε άλλα θέματα τόσους ειδικούς έχουμε, όλοι οι χριστιανοί είναι φορτωμένοι με διάφορα δύσκολα θέματα, με προβλήματα, με αρρώστιες, με άλλα χειρότερα. Και αντί να το δούμε το καθένα από αυτά ότι είναι μια επίσκεψη Θεού και να πούμε «Να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου», εμείς πελαγώνουμε. Όταν κανείς τα πάρει σωστά, πράγματι αγιάζεται. Ο πόνος, όταν τον πάρεις σωστά, πόνος είναι πάλι, αλλά αλλιώτικος πόνος, που σε αγιάζει. Το άλλο πρόβλημα, που θα σε οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο, όταν το πάρεις σωστά, και αυτό σαν να είναι χειροπιαστή ευλογία από τον Θεό. Και το άλλο και το άλλο και το άλλο. Παρακαλώ να προσέξουμε. Αλλιώς, ματαιοπονούμε.